- καταπάνω
- κατά , ἀπό-ἄνω 1accomplishpres subj act 1st sgκατά , ἀπό-ἄνω 1accomplishpres ind act 1st sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
καταπάνω — και καταπάνου και κατεπάνω (Μ καταπάνω και καταπάνου και κατεπάνω) επίρρ. κατευθείαν επάνω 2. εναντίον κάποιου 3. σχετικά με κάτι ή με κάποιον («να κρίνει την υπόθεσιν καταπάνου τού λαού ετούτου», Σουμμ.) 4. (για εξουσία) πάνω σε κάποιον («αν… … Dictionary of Greek
καταπάνω — επίρρ. τοπ., εναντίον κάποιου: Όρμησε καταπάνω του να τον χτυπήσει … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
επάνω — και (α)πάνω και (α)πάνου επίρρ. τοπ. 1. άνω, ψηλά, σε τόπο ή σημείο ψηλότερο σχετικά με τον ομιλητή: Ποιος είναι εκεί πάνω; 2. πάνω σε κάτι, πάνω στο: Το άφησα πάνω στο θρανίο. 3. εναντίον κάποιου ή αντίθετα προς κάποια διεύθυνση: Όρμησε πάνω του … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
κατεπάνω — και καταπάνω επίρρ., εναντίον κάποιου: Όρμησε καταπάνω του … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
γη — Γ. ονομάζεται γενικά το έδαφος πάνω στο οποίο κατοικούμε (ετυμολογείται από το αρχαίο γαία). Με ευρύτερη έννοια, ορίζεται επίσης η οικουμένη, ο επίγειος κόσμος, η επιφάνεια του εδάφους. Γ., όμως, ονομάζεται κυρίως ο τρίτος πλανήτης του ηλιακού… … Dictionary of Greek
κατεπιτρέχω — (Μ) 1. τρέχω καταπάνω, ορμώ εναντίον κάποιου 2. τρέχω, σπεύδω προς κάτι. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + ἐπιτρέχω «ορμώ»] … Dictionary of Greek